- προμάχῳ
- πρόμαχοςfighting beforemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμαχώ — προμαχῶ, έω, ΝΑ [πρόμαχος] 1. μάχομαι στην πρώτη γραμμή («τῶν δ Ἀσσυρίων οἱ μὲν ἀπὸ τῶν ἁρμάτων προμαχοῡντες», Ξεν.) 2. υπερασπίζω κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek
προμαχώ — ησα, μάχομαι στην πρώτη γραμμή, υπερασπίζω κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προμαχῶ — προμαχέω fight in front pres subj act 1st sg (attic epic doric) προμαχέω fight in front pres ind act 1st sg (attic epic doric) προμαχέω fight in front pres subj act 1st sg (attic epic doric) προμαχέω fight in front pres ind act 1st sg (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμάχῳ — Πρόμαχος fighting before masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωνίζομαι — προαγωνίστηκα 1. προετοιμάζομαι για αγώνα, προγυμνάζομαι. 2. αγωνίζομαι πριν από τους άλλους ή ανάμεσα στους πρώτους, προμαχώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)